στάλαμα

στάλαμα
το, Ν
βλ. στάλαγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποστάλαγμα — κ. στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα) το απόσταγμα νεοελλ. 1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι 2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα …   Dictionary of Greek

  • στάλαγμα — το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν [σταλάζω] σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.) νεοελλ. 1. ροή σταγόνων, σταλαγμός 2. υδρορρόη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”